Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Μοντέλα εξουσίας, συνωμοσίες και κοινωνική μηχανική


Στους χαλεπούς καιρούς της κρίσης τα μέσα – κυρίως τα λεγόμενα εναλλακτικά - βρίθουν τερατουργημάτων συνωμοσιολογίας και αερολογίας. Οι απαντήσεις σε ερωτήματα του στυλ «πως φτάσαμε εδώ» και «πως διοικείται ο κόσμος»  είναι αντικείμενο αναζήτησης και απασχολούν, και καλά κάνουν, τον καθένα μας. Δυστυχώς, η παραπληροφόρηση αλλά και ο υπερβολικός όγκος αντικρουόμενων πληροφοριών, κυρίως λόγω του διαδυκτίου, φτάνει τον κοινό νου στα όρια του.


Προτού συγκεκριμενοποιήσω το θέμα αυτού του άρθρου θα ήθελα να κάνω μια σύντομη αναφορά στο ερέθισμα συγγραφής του. Είναι το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του BBC «Ο αιώνας του εαυτού» (The century of self) [1], που πραγματεύεται την πορεία του δυτικού κόσμου από την αρχή του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα μέσα από το πρίσμα της Ψυχολογικής επιστήμης. Προσωπικά το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ έχει να κάνει με την εναλλαγή μοντέλων εξουσίας που επιβάλλουν οι ελίτ και ο τρόπος που το επιτυγχάνουν. Εν συντομία, στη σειρά βλέπουμε πώς οι φροϋδικές θεωρίες, το ότι βαθιά μέσα τους όλα τα ανθρώπινα όντα ήταν επικίνδυνα χωρίς λογική, γεμάτα επιθυμίες και φόβους. Αν με κάποιο τρόπο ενεργοποιούσαμε στον άνθρωπο τα “πρωτόγονα” ένστικτά του, τότε η κοινωνία θα δρούσε ως μια περίπου άλογη μάζα. Δηλ. θα έφτανε μία στρατηγική, με μικρές παραλλαγές, για να ελεγχθεί η μάζα που συμπεριφέρεται με παρόμοιο τρόπο.  Το ξύπνημα των ενστίκτων επιτεύχθει, σε μεγάλο ποσοστό, μέσω της δύναμης της διαφήμισης και τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν οι κυβερνήσεις. Μέχρι την δεκαετία του ’60 το μοντέλο εξουσίας αφορά μια ενιαία  στρατηγική που καθοδηγεί μια μάζα που σκέφτεται και δρα με παρόμοιο τρόπο. Όμως, στα 60ς έχουμε μια επανάσταση που εξέπληξε το σύστημα. Η αναβάθμιση της ατομικότητας και της προσωπικότητας του ανθρώπου οδήγησε σε αποτυχίες του συγκεντρωτικού μοντέλου. Αποτέλεσμα της καινούργιας νοοτροπίας ήταν ο Μάης του ΄69, το κίνημα των χίπης, οι μεγάλες διαδηλώσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ κτλ. Επί περίπου 10 χρόνια το σύστημα και τα think tanks του ψάχναν για μια αποτελεσματική λύση. Η λύση που δόθηκε ήταν βασισμένη στο θεώρημα «ελαχιστοποίησης της ενέργειας», δηλ. αντί να αντιστρέψουν την πορεία των ανθρώπων πίσω στη μαζοποίηση, προσπάθησαν να εντείνουν την νέα τάση. Η «φιλελευθεροποίηση» σε όλα τα επίπεδα και τις εκφάνσεις ήρθε για να αλλοτριώσει αυτή την επανάσταση της ατομικότητας, μετατρέποντας  την στην αρρώστια του ατομικισμού. Ουσιαστικά το νέο δόγμα έλεγε ότι είμαστε τόσο ιδιαίτεροι και τελείως διαφορετικοί από τους υπόλοιπους που στη ακραία του μορφή θα έκανε το αίσθημα της συλλογικότητας και την έννοια του συνανθρώπου μια ανάμνηση.

Τα παραπάνω συνιστούν για κάποιους μια θεωρία συνωμοσίας κάποιας μακιαβελικής ελίτ που καθοδηγεί τις κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις στον κόσμο με απόλυτη γνώση του μέλλοντος. Είναι όμως έτσι; Στις επόμενες γραμμές θα προσπαθήσω να αποδομήσω οποιαδήποτε μεταφυσική δύναμη αυτών των ελίτ μέσω της δύναμης των μαθηματικών. Θα επιχειρήσω με όσο πιο απλά λόγια να προσεγγίσω και να εξηγήσω το φαινόμενο μέσω ενός μαθηματικού μοντέλου/προτύπου, που θα μπορεί να προτείνει παρόμοιες στρατηγικές εξουσίας με αυτές που βρήκαν οι εξουσιαστές αυτού του κόσμου.

Στα σύγχρονα μαθηματικά υπάρχει η  θεωρία δικτύων που μας επιτρέπει να μελετήσουμε την δυναμική και την συμπεριφορά ενός πληθυσμού όταν αυτόν διαδρά μέσω μιας συγκεκριμένης δικτυακής τοπολογίας. Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι ένα τοπικό δίκτυο υπολογιστών που ανταλλάσσει πληροφορίες μέσω μιας συγκεκριμένης συνδεσμολογίας. Παρομοίως μπορούμε να «μοντελοποιήσουμε», δηλ. να προσομοιώσουμε, την κοινωνία μας σαν ένα δίκτυο ανθρωπίνων διαδράσεων. Βέβαια υπάρχουν πολλά ήδη δικτύων, αλλά οι κοινωνίες εμπίπτουν σε ένα συγκεκριμένο είδος με το όνομα «δίκτυα μικρού κόσμου» (small world networks). Το όνομα προέρχεται  από το γεγονός ότι ο αριθμός των κόμβων (στο πρόβλημα της κοινωνίας κόμβος=άτομο) που θα χρειαστεί για να φτάσει μια πληροφορία από την μία άκρη του δικτύου μέχρι την άλλη, το χαρακτηριστικό μήκος μονοπατιού (characteristic path length-L), είναι κατά πολύ μικρότερος από το σύνολο των κόμβων του δικτύου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι «έξι βαθμοί χωρισμού» (six degrees of separation) του διάσημου ψυχολόγου Σ. Μίλγκραμ (1967) [2], που υπέθεσε ότι για να φτάσει ένα μήνυμα από την μια άκρη της ΗΠΑ στην άλλη χρειάζεται ο καθένας λήπτης να το στείλει σε έξι φίλους του.


Εικ. 1. Απεικόνιση δικτύων διαφορετικής τυχαιότητας (p). Στα αριστερά το δίκτυο είναι απολύτως κανονικό και ντετερμινιστικό ενώ στα δεξιά τελείως τυχαίο. Η εικόνα αναδημοσιεύεται από το [3].

Ο παραπάνω τύπος δικτύων έχει κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες ιδιότητες. Ας υποθέσουμε ότι ο κόσμος μας είναι κυκλικός [3]. Επίσης, ας θεωρήσουμε την παράμετρο p που δείχνει την τυχαιότητα των συνδέσεων μεταξύ των κόμβων. Στην Εικ. 1 βλέπουμε ότι για p=0 η κανονικότητα της συνδεσμολογίας είναι απολύτως ντετερμινιστική και αυξάνοντας την τυχαιότητα των διασυνδέσεων φτάνουμε σε ένα πλήρως τυχαίο δίκτυο. Τώρα, υπολογίζουμε το δύο ποσότητες σχετικές με τις διάφορες καταστάσεις τυχαιότητας του δικτύου (α) το μήκος μονοπατιού L, όπως το ορίσαμε παραπάνω, και (β) τον βαθμό
ομάδας/συμπλέγματος/συνοχής/κλίκας (clustering-C). Η τελευταία παρατηρήσιμη ποσότητα υπολογίζει κατά πόσο μια πληροφορία μένει «παγιδευμένη» μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού κόμβων του δικτύου. Με άλλα λόγια πόσο σε μία «κλίκα» (τοπικά περιορισμένος και πεπερασμένος αριθμός κόμβων) όλοι οι κόμβοι γνωρίζουν τα ίδια με τους υπόλοιπους.

Υπολογίζοντας τις 2 αυτές μεταβλητές σε σχέση με την τυχαιότητα της συνδεσμολογίας παρατηρούμε ότι (δες Εικ. 2)
1.         Το χαρακτηριστικό μήκος για να φτάσει η πληροφορία από το ένα άκρο του δικτύου στο άλλο φθίνει πολύ γρήγορα σε σχέση με την τυχαιότητα p. Αυτό είναι πολύ κατανοητό μιας και στον ντετερμινιστικό κύκλο η πληροφορία πρέπει να περάσει από τους μισούς κόμβους για να φτάσει στο αντιδιαμετρικό σημείο. Όμως για πεπερασμένη τυχαιότητα, η πιθανότητα μετάβασης της πληροφορίας σε κόμβο που συνδέει απομακρυσμένους κόμβους είναι μεγαλύτερη του μηδενός. Βέβαια, από μια τιμή και μετά όσο και να αυξήσουμε την τυχαιότητα της συνδεσμολογίας, το αποτέλεσμα παραμένει ουσιαστικά το ίδιο.
2.         Ο βαθμός κλίκας/συνοχής αντιστέκεται αρκετά καλά στην αύξηση της τυχαιότητας. Αυτό σημαίνει ότι όλος ο κύκλος (ο θεωρητικός κόσμος μας), για p=0, είναι μια κλίκα, δηλ. όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και γνωρίζουν τα ίδια. Η τυχαιότητα μετά από μια σχετικά μεγάλη τιμή καταφέρνει να καταστρέψει αυτή την «ενότητα» του δικτύου.

Το παραπάνω αποτέλεσμα έκανε αρκετή εντύπωση στους επιστημονικούς κύκλους. Παρατηρούμαι ότι η τυχαιότητα βελτιστοποιεί την διάδοση πληροφορίας στο δίκτυο. Ιδιαίτερα για τις ενδιάμεσες τιμές βλέπουμε ότι μια πληροφορία μπορεί να διαδοθεί αρκετά γρήγορα, και ταυτόχρονα το δίκτυο είναι ακόμα πολύ κοντά στη μια κλίκα, δηλ. μεγάλη συνοχή.


Εικ. 2. Μεταβολή των μήκος μονοπατιού L και του βαθμού συνοχής/κλίκας (clustering-C) σε σχέση με την τυχαιότητα της συνδεσμολογίας του δικτύου p. Η εικόνα  αναδημοσιεύεται από το [3].

Τί σχέση έχουν τα παραπάνω με την πολύπλοκη κοινωνία που ζούμε και το πρόβλημα των μοντέλων εξουσίας; Επαναλαμβάνω ότι το δίκτυό μας αποτελείτε από κόμβους/άτομα και οι τρόποι επικοινωνίας τους ορίζει την συνδεσμολογία του. Στις αρχές του αιώνα οι κοινωνίες ζούσαν σε μικρές κοινότητες, γεωγραφικά περιορισμένες. Η σύνδεση των ατόμων ήταν αρκούντως τοπική και αρκετά προβλέψιμη, αφού περιοριζόταν συνήθως στα γεωγραφικά όρια της κοινότητας. Αυτό έκανε το δίκτυο σχετικά ντετερμινιστικό, δηλ. συνδεσμολογίας μικρής τυχαιότητας p=0. Άρα, σύμφωνα με την Εικ. 2,  η πληροφορία μιας ριζοσπαστικής θεώρησης του κόσμου, που θα ανέτρεπαι το status quo, έπρεπε να διανύσει μεγάλη διαδρομή για να φτάσει από την μία άκρη του δικτύου στην άλλη.  Αυτή η τοπική ομοιογένεια στην γνώση έκανε εφικτή την εφαρμογή συγκεντρωτικών μοντέλων εξουσιάς, δηλ. μία στρατηγική ήταν αρκετή να ελεγξει τους πάντες μιας και δεν υπήρχε το στοιχείο της «έκπληξης».

Με την διάδοση της επικοινωνιακής τεχνολογίας (τηλέφωνο, τηλεόραση, κινηματογράφος) αλλά και των αερομεταφορών άρχισε ο κόσμος να «μικραίνει» και οι διασυνδέσεις των ατόμων να γίνονται πίο τυχαίες. Στην δεκαετία του ’60, δεν είχαμε μόνο την ανάπτυξη νέων θεωριών περί ατομικότητας, αλλά και της τεχνολογίας που έκανε εφικτή την διάδοσή τους. Δηλ. μια αύξηση της «τυχαιοτητας» ελαχιστοποιούσε τις αποστάσεις, αλλά ταυτόχρονα η κοινωνία διατηρούσε ακόμα μεγάλο βαθμό συνοχής/κλίκας (clustering coefficient). Άρα η επαναστατικές ιδέες όχι μόνο φτάναν γρήγορα στις διάφορες χώρες του πλανήτη, αλλά η κοινωνία είχε ακόμα την ικανότητα να κινηθεί συλλογικά. Επίσης, στην Εικ. 2 βλέπουμε ότι η μετάβολή στην μείωση του χρόνου διάδοσης της πληροφορίας ήταν πολύ μεγάλη (υποθέτοντας ότι η παράμετρος p αυξάνεται με το χρόνο, λόγω της τεχνολογίας) , άρα ήταν λογικό να αιφνιδιάστει το σύστημα.  Άρα οι ελίτ βρέθηκαν αντιμέτωπες οχί μόνο με μία αιφνιδιαστική αλλαγή στη κοινωνία, αλλα με μια κοινωνία που είχε όλα τα στοιχεία να κεφαλαιοποιήση προς οφελός της αυτή την μεταβολή.

Στη συγκεκριμένη καμπή της Ιστορίας, οι ελίτ αποφασίσαν να μην αντιστρέψουν την κατάσταση. Απλά να αυξήσουν την τυχαιότητα του συστήματος. Αυτό έγινε με δύο τρόπους (α) με την συμπτωματική ανάπτυξη της τεχνολογίας και κυρίως του Διαδικτύου, και (β) με την προώθηση ιδεών που ενίσχυαν τον ατομικισμό. Βασικά το (β) ήταν το πρώτο που έγινε ιστορικά. Όπως είπαμε ο κόσμος ήταν αρκετά «τυχαία συνδεδεμένος» ώστε οι καινούργιες ιδέες να διαδοθούν. Χρειάστηκαν γύρω στα 10 χρόνια, δηλ στα 80ς, για να αρχίσουν να λειτουργούν επαρκώς. Βέβαια ο δυτικός κόσμος προωθούσε τον φιλελευθερισμό και σε οικονομικό επίπεδο και όχι μόνο σε κοινωνικό. Αυτή η στρατηγική είχε ως στόχο να ατονήσει την ένταση της σύνδεσης μεταξύ των κόμβων/ατόμων – με αποτέλεσμα «σβησίματος» κάποιων συνδέσεων. Με την δεκαετία του ’90 και τον ερχομό του ίντερνετ θεωρητικά το κάθε άτομο στον πλανήτη είναι ικανό να μιλήσει με κάποιο άλλο. Όμως όλα τα παραπάνω αυξήσαν τόσο το βαθμό τυχαιότητας του δικτύου που μειώσαν δραματικά τον βαθμό συνοχής της κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι παρόλο που υπάρχουν επαναστατικές και ενδιαφέρουσες ιδέες, οι κοινωνίες έχουν χάσει την ικανότητα να αντιδρούν συλλογικά μιας και έχει διαβρωθεί σημαντικά ο βαθμός συνοχής τους.

Ανακεφαλαιώνοντας, είδαμε ότι η συστημική μελέτη των κοινωνιών με την βοήθεια των μαθηματικών είναι ικανή να αποκαλύψει πως μπορεί μια κοινωνία να ανθεκτική ή ευάλωτη διάφορα μοντέλα εξουσίας. Έστω και αυτή η απλοποιημένη θεώρηση της κοινωνίας μέσω της θεωρίας δικτύων μας πληροφορεί ότι μια κοινωνία ελέγχεται πολύ πιο εύκολα όταν βρεθεί στα άκρα της, από πλευράς τυχαιότητας επαφής των ατόμων, αλλά γίνεται πολύ ανθεκτική όταν η συνοχή της παραμένει υψηλή αλλά και η πληροφορία διαδίδεται εύκολα (ενδιάμεση κατάσταση). Τέλος, οι εξουσιαστικές ελίτ διαθέτουν ένα τεράστιο επιτελείο ανθρώπων, αριθμό πόρων και δεδομένων που τους επιτρέπει να σχεδιάζουν καινούργιες στρατηγικές ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται μια κοινωνία. Ο λόγος που τις κάνει να φαίνονται άτρωτες είναι ο χρόνος αντίδρασης τους που είναι συνήθως πολύ συντομότερος από αυτόν που χρειάζεται για να μεταλλαχθεί μια κοινωνία. Το ερώτημα που απομένει είναι τι κάνει μια κοινωνία ανθεκτική και αυτό θα το απαντήσω σε επόμενο πόστ.

Πηγες
[2]  Milgram, S., 1967, Psychol. Today 1, 60
[3]  "Collective dynamics of ‘small-world’ networks". Duncan J. Watts & Steven H. Strogatz, Nature, 1998

Σημείωση
Σίγουρα το παραπάνω μοντέλο παραείναι απλό για να περιγράψει την πολυπλοκότητα μιας κοινωνίας. Όμως είναι ενδιαφέρον ότι μέσα από την απλότητα τέτοιων μοντέλων μπορούμε να κατανοήσουμε δυναμικές συμπεριφορές που στην ολότητα του προβλήματος θα ήταν αδύνατο να γίνουν κατανοητές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου